- ἐκπέμποντα
- ἐκπέμπωsend outpres part act neut nom/voc/acc plἐκπέμπωsend outpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραδιοφωνία ενσύρματη — Μετάδοση ραδιοφωνικών προγραμμάτων από τον εκπέμποντα σταθμό στους ακροατές μέσω καλωδίων. Η μετάδοση αυτή πραγματοποιείται σε μερικές περιπτώσεις μέσω κατάλληλων συνδέσεων, με τη χρησιμοποίηση σημάτων ακουστικής συχνότητας· στην περίπτωση αυτή η … Dictionary of Greek